- εντυπωδώς
- ἐντυπωδῶς (AM)επίρρ. γλώσσ. τού ἐντυπάς* (Ευστ.)δυνατά, σφιχτά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εντυπάς — ἐντυπάς (Α) επίρρ. δυνατά, σφιχτά, εντυπωδώς* (Ευστ.) («ἐντυπὰς ἐν χλαίνῃ κεκαλυμμένος» έχοντας καλύψει το σώμα του σφιχτά μέσα στη χλαίνη [ώστε να φαίνονται αποτυπωμένα σ αυτήν τα μέλη του], Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek